φερέσβιος — life bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέσβιον — φερέσβιος life bearing masc/fem acc sg φερέσβιος life bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεσβίου — φερέσβιος life bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεσβίους — φερέσβιος life bearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεσβίων — φερέσβιος life bearing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεσβίῳ — φερέσβιος life bearing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέσβια — φερέσβιος life bearing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέσβιε — φερέσβιος life bearing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭМПЕДОКЛ — • Empedŏcles, Έμπεδοκλη̃ς, философ, происходил из богатой и знатной фамилии в Агригенте, родился около 490 г. до н. э. Его отец Метон участвовал в изгнании тирана Фрасидея 470 г. до н. э.; он сам в 444 г. до н. э. свергнул… … Реальный словарь классических древностей
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek